раскалываться - ορισμός. Τι είναι το раскалываться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι раскалываться - ορισμός


РАСКАЛЫВАТЬСЯ      
раскалываться      
РАСК'АЛЫВАТЬСЯ, раскалываюсь, раскалываешься, ·несовер.
1. ·несовер. к расколоться
.
2. страд. к раскалывать
.
раскалываться      
несов.
1) Разделяться на части, превращаться в осколки от ударов, колки, давления и т.п. (о чем-л. твердом, хрупком).
2) перен. Распадаться на несколько групп вследствие разногласий, внутреннего разлада.
3) Страд. к глаг.: раскалывать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για раскалываться
1. Общество начнет раскалываться на богатых и бедных.
2. Пока же Френкель не спешит "раскалываться", напрочь отрицая свою вину.
3. Голова стала "раскалываться" так, что я едва успел выключить компьютер.
4. Ясно, что накануне 2008 года она все равно будет раскалываться.
5. А во-вторых, разобщенная оппозиция скорее всего, получив реальную власть, начнет ссориться и раскалываться.
Τι είναι РАСКАЛЫВАТЬСЯ - ορισμός